Ροστόβ

Ροστόβ
(πάνω στο Ντον) τό г. Ростов-на-Дону

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Ροστόβ" в других словарях:

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • ντον — I (Don). Ποταμός (1.963 χλμ.) της Ρωσίας. γνωστός στην αρχαιότητα ως Τάναϊς. Ρέει στο δυτικό τμήμα της Ρωσικής Δημοκρατίας και έχει υδρογραφική λεκάνη 420.000 τ. χλμ. Πηγάζει από το Κεντρικό Ρωσικό Υψίπεδο στα ΒΔ του Νοβομοσκόφσκ (πρώην… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρέας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προπάππους του Κλεισθένη από τη Σικυώνα. 2. Τύραννος της Σικυώνας. 3. Αθηναίος άρχοντας. 4. Γιος του ανδριαντοποιού Λύσιππου, ανδριαντοποιός και o ίδιος. 5. Μουσικός από την Κόρινθο. 6. Ιστορικός από την Πάνορμο της …   Dictionary of Greek

  • Βόρις — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του ηγεμόνα του Κιέβου Βλαδίμηρου. Στη διανομή των κτήσεων του Βλαδίμηρου ο Β. πήρε την περιοχή του Ροστόβ. Ο πρωτότοκος όμως γιος του Βλαδίμηρου Σβιατοπόλι σκότωσε τον Β. και τον αδελφό του Γλεμπ το …   Dictionary of Greek

  • Βορόνεζ — (Voronezh). Πόλη (905.500 κάτ. το 2002) στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (52.400 τ. χλμ., 2.458.800 κάτ. το 2000) εκατέρωθεν του μέσου ρου του ποταμού Δον. Βρίσκεται σε υψόμετρο 152 μ., στη δεξιά όχθη του ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • Γκρόζνι — (Groznyj).(123.320 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της αυτόνομης δημοκρατίας της Τσετσενίας, που ανήκει στη Δημοκρατία της Ρωσίας. Είναι χτισμένη στην κοιλάδα του ποταμού Σούνζα, 650 χλμ. νοτιοανατολικά του Ροστόβ. Η πόλη ήταν άλλοτε παραμεθόριο… …   Dictionary of Greek

  • Καλιτβά ή Μπέλαγια Καλιτβά — (Kalitva).Ποταμός (308 χλμ.) της Ρωσίας, στην περιοχή του Ροστόβ, παραπόταμος του Σέβερσκι Ντόνετς. Έχει λεκάνη απορροής 10.600 τ. χλμ. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές της ορεινής περιοχής του Ντον και είναι πλωτός στις εκβολές του. Οι κυριότεροι …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ Ρομανόφ — (1596 – 1645). Τσάρος της Ρωσίας (1613 45), γιος του μητροπολίτη Ροστόβ Φιλάρετου. Διάδοχος του τελευταίου τσάρου της δυναστείας των Ρούρικ Θεόδωρου, ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία μόλις 16 ετών (1613) με την υποστήριξη των βογιάρων και του κλήρου …   Dictionary of Greek

  • Ολέγκ — Όνομα τριών Ρώσων πριγκίπων. 1. Ο Προφήτης (9ος 10ος αι.). Συμφωνα με πληροφορίες που υπάρχουν σε διάφορα χρονικά, ήταν συγγενής του περίφημου Ριούρικ, που μετά τον θάνατό του έγινε πρίγκιπας του Νόβγκοροντ. Το 882 εκστράτευσε εναντίον της χώρας… …   Dictionary of Greek

  • Σεντόφ, Γκριγκόρι Γιάκοβλεβιτς — Ρώσος εξερευνητής της Αρκτικής (1877 1914). Καταγόταν από οικογένεια ψαράδων. Το 1898 αποφοίτησε από τη Ναυτική Σχολή του Ροστόβ με τον βαθμό του τρίτου πλοίαρχου. Το 1901 έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και ονομάστηκε αρχικελευστής.… …   Dictionary of Greek

  • Σολζενίτσιν, Αλεξάντρ Ισάεβιτς — Ρώσος συγγραφέας (Κίσλοβοντσκ, Καύκασος 1918). Σπούδασε μαθηματικά και φυσική στο Πανεπιστήμιο του Ροστόβ και παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας με αλληλογραφία. Το 1939 μπαίνει στη σχολή πυροβολικού και μέχρι το 1945 μάχεται ως απλός στρατιώτης.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»